- ἐπιβλαστικός
- ἐπιβλαστ-ικός, ή, όν,A able to grow afresh, ib.8 ([comp] Comp.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
επιβλαστικός — ή, ό (Α ἐπιβλαστικός, ή, όν) νεοελλ. αυτός που προέρχεται από την επιβλάστη («επιβλαστικά παράγωγα» [δέρμα, μαζικοί αδένες κ.λπ.]) αρχ. εκείνος που μπορεί να ξαναβλαστήσει … Dictionary of Greek
ἐπιβλαστικώτατα — ἐπιβλαστικός able to grow afresh adverbial superl ἐπιβλαστικός able to grow afresh neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιβλαστικώτερα — ἐπιβλαστικός able to grow afresh neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)